- φορμάρισμα
- το, -ατοςη διαμόρφωση, ο σχηματισμός, η διάπλαση, το πλάσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορμάρισμα — το, Ν [φορμάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φορμάρω («φορμάρισμα τών μαλλιών») … Dictionary of Greek
μους — (I) η αφρός που χρησιμοποιείται για φορμάρισμα τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse (βλ. λ. μους [ΙΙ]), λ. η οποία χρησιμοποιείται για κάθε αντικείμενο που έχει αφρώδη υφή]. (II) το ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο… … Dictionary of Greek
σουτάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρισμα)] … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
τορνάρισμα — το, ατος 1. η επεξεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ. με τόρνο. 2. μτφ., διαμόρφωση, διάπλαση, φορμάρισμα: Το σώμα της έχει καλό τορνάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)